- συνταγή
- (Ιατρ.). Γραπτές οδηγίες που αφορούν την ποιότητα, τη δόση, τη μορφή των φαρμάκων ή τον τρόπο παρασκευής τους. Οι οδηγίες γράφονται σε φύλλα χαρτιού, που στην κορυφή του έχει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του γιατρού. Σ’ αυτήν αναφέρεται η σύνθεση, ο τρόπος παρασκευής και η μορφή του φαρμάκου ή απλώς το όνομά του, αν είναι ιδιοσκεύασμα (σπεσιαλιτέ). Ακολουθούν οι οδηγίες για τον τρόπο χρησιμοποίησής του. Στην εποχή μας, η μεγάλη χρήση των θεραπευτικών ιδιοσκευασμάτων, περιόρισε στο ελάχιστο την αναγραφή στις συνταγές οδηγιών προς τους φαρμακοποιούς για τον τρόπο παρασκευής φαρμάκων.
* * *η, ΝΑ [συντάσσω]οδηγία για τη σύνθεση, παρασκευή και χρήση φαρμάκου, κν. ρετσέτα (α. «το φάρμακο αυτό δεν χορηγείται χωρίς συνταγή γιατρού» β. «νοσῶν τὸν στόμαχον καὶ συνταγῆς δεόμενος», Αρτεμίδ.)νεοελλ.1. οδηγία για τη σύνθεση και παρασκευή φαγητού ή γλυκίσματος2. μτφ. κάθε είδους οδηγία3. (φαρμ.-ιατρ.) γραπτή θεραπευτική οδηγία τού γιατρού, στην οποία αναγράφεται το είδος, η ποσότητα, η μορφή και ο τρόπος λήψεως από τον ασθενή ενός ή περισσότερων φαρμάκωνμσν.-αρχ.ανάληψη υποχρέωσης ή υπόσχεση («καὶ ψεύστης πρός σε τῆς συνταγῆς ἐγενόμην», Αναστ. Σιν.)αρχ.1. διαταγή, προσταγή2. χρησμός («κατὰ συνταγὴν σωθεὶς χαριστήριον», επιγρ.)3. (σχετικά με πόλεμο) προσυμφωνημένο σήμα, σινιάλο4. (γενικά) καθετί το προκαθορισμένο5. στον πληθ. αἱ συνταγαίσύμβαση, συμφωνία6. φρ. «ἀπὸ συνταγῶν» — σε προκαθορισμένους χρόνους (ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.